- προσέειπεν
- προσεῖπονspeak toaor ind act 3rd sg (epic)προσεῖπονspeak toaor ind act 3rd sg (epic)προσεῖπονspeak toaor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NODUS — Brachiorum, apud Aur. Victorem Schotti, Et Commodum quidem primo occuliatius venenô petiere, annô Regni tertiô fere atque decimô: cuius vis frustrata per cibum, quô se casu repleverat; ccum tamen alvi dolorem causaretur, auctore Medicô, principe… … Hofmann J. Lexicon universale
SUBPLANTARE — Luctatorum verbum, Graece ἀγκυρίσαι, pedibus pedes subvincire notat. Unde Hesychius, ἀγκύρισμα, ςχῆμα τȏυ εν πάλη. Uit enim nodum vocabant et nexum Latini, Graeci ἅμμα, brahiroum circa collum implicationem et strangulationem, sic ἀγκυρισμὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek
ποικιλόδειρος — ον, Α 1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό 2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek